προσαγάλλω

προσαγάλλω
προσᾰγάλλω, [tense] aor. -ήγηλα,
A honour besides, Eup.119.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προσαγάλλω — Α (ποιητ. τ.) τιμώ επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀγάλλω «τιμώ, λατρεύω»] …   Dictionary of Greek

  • προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”